υγιεινολογία

υγιεινολογία
η гигиена (предмет), санитария

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υγιεινολογία" в других словарях:

  • υγιεινολογία — η, Ν [υγιεινολόγος] η μελέτη τών μεθόδων και τών κανόνων τής υγιεινής …   Dictionary of Greek

  • υγιεινολογία — η η μελέτη των κανόνων της υγιεινής και των κατάλληλων μεθόδων για την εφαρμογή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • υγιεινολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγιεινολογία ή στον υγιεινολόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγιεινολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • υγιεινολόγος — ο, η, Ν γιατρός ειδικευμένος στην υγιεινολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγιεινός + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο] …   Dictionary of Greek

  • υγιεινολογικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην υγιεινολογία ή στον υγιεινολόγο (βλ. λλ.): Υγιεινολογικές έρευνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»